- ονίτης
- ὀνίτης, ὁ (Α) [όνος]είδος λίθου τής Σκυθίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κεφαλ(λ)ονίτης — και Κεφαλλήν, και Κεφαλονιώτης, ο, θηλ. Κεφαλ(λ)ονίτισσα (ΑΜ Κεφαλλήν, ήνος, θηλ. Κεφαλληνίς, ίδος, Μ αρσ. και Κεφαλληνός και Κεφαλληνιός) αυτός που κατάγεται από την Κεφαλληνία ή ο κάτοικος τής Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
Κεφαλονιώτης — ο βλ. Κεφαλ(λ)ονίτης … Dictionary of Greek
κεφαλ(λ)ονίτικος — και κεφαλληνιακός, ή, ό [κεφαλ(λ)ονίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Κεφαλ(λ)ονιά («κεφαλονίτικος χορός») … Dictionary of Greek
ονολάτρες — Χαρακτηρισμός τον οποίο δίνανε οι εθνικοί στους Εβραίους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνανε αργότερα και στους χριστιανούς. Σε μουσείο της Ρώμης υπάρχει τοιχογραφία, που παρουσιάζει έναν στρατιώτη σε λατρευτική στάση μπροστά σε ένα σταυρωμένο γάιδαρο… … Dictionary of Greek